αλληλοδιάδοχος

αλληλοδιάδοχος
birbirini izleyen

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αλληλοδιάδοχος — η, ο αυτός που γίνεται με συνεχή διαδοχή: Τη χώρα τη μάστιζαν κι οι αλληλοδιάδοχες πολιτικές ανωμαλίες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αλλεπάλληλος — η, ο (Α ἀλλεπάλληλος, ον) ο ένας επάνω στον άλλο, ο ένας μετά τον άλλο, αλληλοδιάδοχος, συνεχής, πυκνός, συχνός αρχ. 1. εναλλασσόμενος, μεταβαλλόμενος, ποικίλος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀλλεπάλληλον 3. επίρρ. ἀλλεπαλλήλως κατά σωρούς, σωρηδόν.… …   Dictionary of Greek

  • επάλληλος — η, ο 1. οένας μετά τον άλλο, αλλεπάλληλος, διαδοχικός, αλληλοδιάδοχος: Επάλληλες σειρές τούβλων. 2. (λογ.), φρ., «επάλληλες έννοιες», έννοιες που έχουν το ίδιο πλάτος, ισοπλατείς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”